calorie$10796$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

calorie$10796$ - translation to ελληνικό

DIETARY REGIME
Caloric restriction; Calorie restriction diet; Low calorie; Calorie restricted diet; Calorically restricted; Low-calorie diet; Low-Calorie Diet; Low calorie diet; Low Calorie Diet; Undernutrition without malnutrition; Calorie Restriction; Calorie Restrictions; Calorie restrictions; Low-calorie; Calorie restriction with adequate nutrition; Calorie reduction; Calorie diet; NIA rhesus macaque calorie restriction study; Continuous energy restriction; Hypocaloric feeding

calorie      
n. θερμαντική μονάδα, θερμίδα

Ορισμός

calorie
¦ noun (plural calories)
1. (also small calorie) the energy needed to raise the temperature of 1 gram of water through 1°C (now usually defined as 4.1868 joules).
2. (also large calorie) the energy needed to raise the temperature of 1 kilogram of water through 1°C, equal to one thousand small calories and often used to measure the energy value of foods.
Origin
C19: from Fr., from L. calor 'heat' + -ie (see -y3).

Βικιπαίδεια

Calorie restriction

Calorie restriction (caloric restriction or energy restriction) is a dietary regimen that reduces the energy intake from foods and beverages without incurring malnutrition. The possible effect of calorie restriction on body weight management, longevity, and aging-associated diseases has been an active area of research.